- κορίνεο
- (Coryneum). Γένος δευτερομυκήτων, σημαντικός εκπρόσωπος του οποίου είναι το είδος κ. μπεγερίντσκι (Coryneum beijerinckii, επίσης γνωστό με την ονομασία Stigmina ή Wilsonomyces carpophila), το οποίο προσβάλλει διάφορα οπωροφόρα δέντρα, όπως η ροδακινιά, η βερικοκιά, η κερασιά και η δαμασκηνιά, και προκαλεί την ομώνυμη ασθένεια, με σημαντικές επιπτώσεις στην παραγωγή. Την άνοιξη εμφανίζονται μικρές κοκκινωπές κηλίδες πάνω στα φύλλα, οι οποίες, καθώς επεκτείνονται, τα διατρυπούν. Ο μύκητας αυτός προσβάλλει επίσης τους καρπούς, οι οποίοι ξηραίνονται ή πέφτουν, τους οφθαλμούς, τα άνθη και τα κλαδιά των ευπαθών δέντρων, στα οποία σχηματίζονται μικροί όγκοι κατά τους χειμερινούς μήνες. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας, αποτελεσματικοί είναι οι ψεκασμοί στις αρχές του χειμώνα με βορδιγάλειο ή θειασβεστούχο πολτό.
Dictionary of Greek. 2013.